θυρεογλωσσικός

θυρεογλωσσικός
-ή, -ό ανατ. φρ. «θυρεογλωσσισμός πόρος» — δέσμη επιθηλιακού ιστού που μερικές φορές φέρει αυλό και συνδέει, στο έμβρυο, τον θυρεοειδή αδένα με το τυφλό τρήμα τής γλώσσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thyroglossal < thyro- (πρβλ. θυρεο-ειδής) + -glossal (πρβλ. γλωσσικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”